λογικός
[lojiˈkos], λογική, λογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- logischλογικός σύμφωνα με τη λογικήλογικός σύμφωνα με τη λογική
- vernünftigλογικός μυαλωμένοςλογικός μυαλωμένος
- moderatλογικός τιμήλογικός τιμή
Beispiele
- λογικός άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich mVernunftmenschαρσενικό | Maskulinum, männlich m