ληξιαρχικός
[liksiarçiˈkos], ληξιαρχική, ληξιαρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- standesamtlichληξιαρχικόςληξιαρχικός
Beispiele
- ληξιαρχική πράξηθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμουHeiratsurkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ληξιαρχική πράξηθηλυκό | Femininum, weiblich f γεννήσεωςGeburtsurkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f