„ληξιαρχείο“: ουδέτερο ληξιαρχείο [liksiarˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Standesamt Standesamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n ληξιαρχείο ληξιαρχείο