„λεπτοκαμωμένος“ λεπτοκαμωμένος [leptokamoˈmenos], λεπτοκαμωμένη, λεπτοκαμωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) fein gemacht, zierlich, fein, schlank fein gemacht λεπτοκαμωμένος αντικείμενο λεπτοκαμωμένος αντικείμενο zierlich, fein λεπτοκαμωμένος άνθρωπος λεπτοκαμωμένος άνθρωπος schlank λεπτοκαμωμένος αδύνατος λεπτοκαμωμένος αδύνατος