„λείος“ λείος [ˈlios], λεία, λείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) glatt, eben glatt, eben λείος ύφασμα, δέρμα λείος ύφασμα, δέρμα