λαχτάρα
[laxˈtara]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Sehnsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f (για nach)λαχτάρα νοσταλγίαλαχτάρα νοσταλγία
- Verlangenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλαχτάρα σφοδρός πόθοςBegehrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n (για nach)λαχτάρα σφοδρός πόθοςλαχτάρα σφοδρός πόθος
- Aufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fλαχτάρα ταραχήλαχτάρα ταραχή