λακκούβα
[laˈkuva]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Muldeθηλυκό | Femininum, weiblich fλακκούβα κοίλωμαλακκούβα κοίλωμα
- Schlaglochουδέτερο | Neutrum, sächlich nλακκούβα δρόμουλακκούβα δρόμου
- Pfützeθηλυκό | Femininum, weiblich fλακκούβα λιμνούλαλακκούβα λιμνούλα