κύλινδρος
[ˈkjilinðros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zylinderαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύλινδρος γεωμετρία | Geometrieγεωμκύλινδρος γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Walzeθηλυκό | Femininum, weiblich fκύλινδρος για βιομηχανική χρήσηκύλινδρος για βιομηχανική χρήση
Beispiele
- κύλινδρος μέτρησηςMesszylinderαρσενικό | Maskulinum, männlich m