„κόμπος“: αρσενικό κόμπος [ˈkombos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Knoten Knotenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόμπος και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ κόμπος και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ Beispiele έχω κόμπο στο λαιμό einen Kloß im Hals haben έχω κόμπο στο λαιμό