κόμμα
[ˈkoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Parteiθηλυκό | Femininum, weiblich fκόμμα πολιτική | Politikπολιτκόμμα πολιτική | Politikπολιτ
- Kommaουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόμμα γραμματική | Grammatikγραμμκόμμα γραμματική | Grammatikγραμμ
Beispiele
- κόμμα αντιπολίτευσηςOppositionsparteiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κόμμα εργαζομένωνArbeiterparteiθηλυκό | Femininum, weiblich f