κυκλοφορώ
[kjiklofoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- κυκλοφορώ θέτω σε κυκλοφορία
- veröffentlichenκυκλοφορώ έντυποκυκλοφορώ έντυπο
κυκλοφορώ
[kjiklofoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verkehrenκυκλοφορώ αυτοκίνητακυκλοφορώ αυτοκίνητα
- herumlaufenκυκλοφορώ περιφέρομαικυκλοφορώ περιφέρομαι
- κυκλοφορώ τίθεμαι σε κυκλοφορία
- erscheinenκυκλοφορώ έντυποκυκλοφορώ έντυπο
- zirkulierenκυκλοφορώ αίμακυκλοφορώ αίμα
- sich verbreitenκυκλοφορώ διαδόσειςκυκλοφορώ διαδόσεις