κυκλικός
[kjikliˈkos], κυκλική, κυκλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kreisförmig, Kreis-κυκλικόςκυκλικός
- zyklischκυκλικός επαναλαμβανόμενοςκυκλικός επαναλαμβανόμενος
Beispiele
- κυκλική διαδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich fRundwanderwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m