κρύβω
[ˈkrivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- versteckenκρύβω βάζω κάπουκρύβω βάζω κάπου
- verbergenκρύβω αισθήματα, την αλήθειακρύβω αισθήματα, την αλήθεια
- verheimlichen (κάποιον από jemandem etwas)κρύβω αποσιωπώκρύβω αποσιωπώ
- in sich bergenκρύβω κίνδυνοκρύβω κίνδυνο
- vorenthaltenκρύβω αλήθειακρύβω αλήθεια