„κουμπάρος“: αρσενικό κουμπάρος [kumˈbaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Trauzeuge, Pate Trauzeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουμπάρος κουμπάρος Pateαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουμπάρος κουμπάρος