κομπρέσα
[komˈbresa]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kompresseθηλυκό | Femininum, weiblich fκομπρέσα ιατρική | MedizinιατρWickelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομπρέσα ιατρική | MedizinιατρUmschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομπρέσα ιατρική | MedizinιατρPackungθηλυκό | Femininum, weiblich fκομπρέσα ιατρική | Medizinιατρκομπρέσα ιατρική | Medizinιατρ
Beispiele
- κομπρέσα ποδιούWadenwickelαρσενικό | Maskulinum, männlich m