„κλασικός“: επίθετο, ως επίθετο κλασικός [klasiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κλασική, κλασικό Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) klassisch klassisch κλασικός κλασικός Beispiele μια κλασική παιδεία eine humanistische Bildung μια κλασική παιδεία κλασική φιλόλογοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Humanistinθηλυκό | Femininum, weiblich f κλασική φιλόλογοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κλασικός φιλόλογοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Humanistαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλασικός φιλόλογοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m „κλασικός“: αρσενικό κλασικός [klasiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Klassiker Klassikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλασικός κλασικός