„κινηματογράφος“: αρσενικό κινηματογράφος [kjinimatoˈɣrafos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kino Kinoουδέτερο | Neutrum, sächlich n κινηματογράφος τέχνη, κτήριο κινηματογράφος τέχνη, κτήριο Beispiele πάω (στον) κινηματογράφο ins Kino gehen πάω (στον) κινηματογράφο