κιγκλίδωμα
[kjiŋˈgliðoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Balustradeθηλυκό | Femininum, weiblich fκιγκλίδωμακιγκλίδωμα
- Absperrgitterουδέτερο | Neutrum, sächlich nκιγκλίδωμα εμπόδιοκιγκλίδωμα εμπόδιο
Beispiele
- κιγκλίδωμα γέφυραςBrückengeländerουδέτερο | Neutrum, sächlich n