„καυστικός“ καυστικός [kafstiˈkos], καυστική, καυστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ätzend, beißend, spitz ätzend καυστικός χημεία | Chemieχημ καυστικός χημεία | Chemieχημ beißend καυστικός λόγια καυστικός λόγια spitz καυστικός παρατήρηση καυστικός παρατήρηση