„κατουρώ“: αμετάβατο ρήμα κατουρώ [katuˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Wasser lassen, pinkeln Wasser lassen κατουρώ κατουρώ pinkeln κατουρώ οικείο | umgangssprachlichοικ κατουρώ οικείο | umgangssprachlichοικ