„κατονομάζω“: μεταβατικό ρήμα κατονομάζω [katonoˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) benennen benennen κατονομάζω κατονομάζω