καταχρώμαι
[kataˈxrome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άσαι>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- missbrauchenκαταχρώμαι εμπιστοσύνηκαταχρώμαι εμπιστοσύνη
- unterschlagenκαταχρώμαι χρήματακαταχρώμαι χρήματα