κατατοπιστικός
[katatopistiˈkos], κατατοπιστική, κατατοπιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
  -   informativ, Informations-κατατοπιστικόςκατατοπιστικός
 -   ausführlichκατατοπιστικός με πολλές λεπτομέρειεςκατατοπιστικός με πολλές λεπτομέρειες