κατάχρηση
[kaˈtaxrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Missbrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάχρηση εμπιστοσύνης, φαρμάκωνκατάχρηση εμπιστοσύνης, φαρμάκων
- Unterschlagungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάχρηση χρημάτωνκατάχρηση χρημάτων
Beispiele
- κατάχρηση αλκοόλAlkoholmissbrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατάχρηση δεδομένωνDatenmissbrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατάχρηση εμπιστοσύνηςVertrauensbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen