κατάρρευση
[kaˈtarefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Einsturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάρρευση κτηρίουκατάρρευση κτηρίου
- Zusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάρρευση κατάπτωση μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφKollapsαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάρρευση κατάπτωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατάρρευση κατάπτωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- κατάρρευση του χρηματιστηρίουBörsensturzαρσενικό | Maskulinum, männlich m