καλοκαιριάτικος
[kalokjeˈrjatikos], καλοκαιριάτικη, καλοκαιριάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καλοκαιρινός [kalokjeriˈnos], καλοκαιρινή, καλοκαιρινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sommerlich, Sommer-καλοκαιριάτικοςκαλοκαιριάτικος
Beispiele
- καλοκαιρινές διακοπέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSommerurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλοκαιρινά λάστιχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSommerreifenπληθυντικός | Plural pl
- καλοκαιρινά ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSommerkleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen