καθιερώνω
[kaθieˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- festlegenκαθιερώνω ορίζωκαθιερώνω ορίζω
- einführenκαθιερώνω νέα μέθοδοκαθιερώνω νέα μέθοδο
- etablierenκαθιερώνω συγγραφέακαθιερώνω συγγραφέα