καθαρότητα
[kaθaˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Sauberkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρότητακαθαρότητα
- Reinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαθαρότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Klarheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαρότητα σαφήνειακαθαρότητα σαφήνεια
Beispiele
- καθαρότητα εικόναςBildschärfeθηλυκό | Femininum, weiblich f