κίνημα
[ˈkjinima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Aufstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνημα στάσηκίνημα στάση
- Bewegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκίνημα τέχνη πολιτική | Politikπολιτκίνημα τέχνη πολιτική | Politikπολιτ
Beispiele
- γυναικείο κίνημαFrauenbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κίνημα ανεξαρτησίαςUnabhängigkeitsbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματαBürgerrechtsbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen