„κάμωμα“: ουδέτερο κάμωμα [ˈkamoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Tun Tunουδέτερο | Neutrum, sächlich n κάμωμα κάμωμα Beispiele καμώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Getueουδέτερο | Neutrum, sächlich n καμώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl