θόλος
[ˈθolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kuppelθηλυκό | Femininum, weiblich fθόλος αρχιτεκτονική | ArchitekturαρχιτGewölbeουδέτερο | Neutrum, sächlich nθόλος αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτθόλος αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
- Höhleθηλυκό | Femininum, weiblich fθόλος ιατρική | Medizinιατρθόλος ιατρική | Medizinιατρ
Beispiele
- θόλος κρανίουSchädeldeckeθηλυκό | Femininum, weiblich f