„θέρμες“: πληθυντικός θηλυκού θέρμες [ˈθermes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Thermen Thermenπληθυντικός | Plural pl θέρμες θέρμες Beispiele θερμές πηγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl heiße Quellenπληθυντικός | Plural pl θερμές πηγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl