ηλεκτροπαραγωγικός
[ilektroparaɣojiˈkos], ηλεκτροπαραγωγική, ηλεκτροπαραγωγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- ηλεκτροπαραγωγικός σταθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m άνθρακαKohlekraftwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n