„ζωολογικός“ ζωολογικός [zoolojiˈkos], ζωολογική, ζωολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zoologisch zoologisch ζωολογικός ζωολογικός Beispiele ζωολογικός κήποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Tierparkαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζωολογικός κήποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m