„ζυγιασμένος“ ζυγιασμένος [zijazˈmenos], ζυγιασμένη, ζυγιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abgewogen abgewogen ζυγιασμένος λόγια, κρίση ζυγιασμένος λόγια, κρίση