„ζαλίζω“: μεταβατικό ρήμα ζαλίζω [zaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schwindlig machen, betäuben, benommen machen, nerven schwindlig machen ζαλίζω φέρνω ζαλάδα ζαλίζω φέρνω ζαλάδα betäuben, benommen machen ζαλίζω ναρκώνω ζαλίζω ναρκώνω nerven ζαλίζω νευριάζω ζαλίζω νευριάζω Beispiele μη με ζαλίζεις! lass mich zufrieden! μη με ζαλίζεις!