εφήμερος
[eˈfimeros], εφήμερη, εφήμεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vergänglichεφήμεροςεφήμερος
Beispiele
- εφήμερο έντομοουδέτερο | Neutrum, sächlich nEintagsfliegeθηλυκό | Femininum, weiblich f