„ευημερώ“: αμετάβατο ρήμα ευημερώ [evimeˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gedeihen, in Wohlstand leben gedeihen ευημερώ προοδεύω ευημερώ προοδεύω in Wohlstand leben ευημερώ ζω χωρίς υλικές στερήσεις ευημερώ ζω χωρίς υλικές στερήσεις