ευαίσθητος
[eˈvesθitos], ευαίσθητη, ευαίσθητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- empfindlich (σε gegen)ευαίσθητος ευπαθήςευαίσθητος ευπαθής
- sensibel, feinfühligευαίσθητος λεπτός σε αισθήματαευαίσθητος λεπτός σε αισθήματα
Beispiele
- ευαίσθητα ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFeinwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ευαίσθητος στη θερμότητα
- ευαίσθητος στην αφή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen