εργασιακός
[erɣasiaˈkos], εργασιακή, εργασιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Arbeits-εργασιακόςεργασιακός
Beispiele
- εργασιακή καθημερινότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fBerufsalltagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εργασιακή σχέσηθηλυκό | Femininum, weiblich fArbeitsverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εργασιακό κλίμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nArbeitsatmosphäreθηλυκό | Femininum, weiblich fArbeitsklimaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen