ερασιτεχνικός
[erasitexniˈkos], ερασιτεχνική, ερασιτεχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- ερασιτεχνικό θέατροουδέτερο | Neutrum, sächlich nLaientheaterουδέτερο | Neutrum, sächlich n