„επονείδιστος“ επονείδιστος [epoˈniðistos], επονείδιστη, επονείδιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schmachvoll schmachvoll επονείδιστος επονείδιστος