εποικοδομητικός
[epikoðomitiˈkos], εποικοδομητική, εποικοδομητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- konstruktivεποικοδομητικόςεποικοδομητικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!