„επιτρέπεται“: απρόσωπο ρήμα επιτρέπεται [epiˈtrepete]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erlaubt sein erlaubt sein (να zu) επιτρέπεται επιτρέπεται Beispiele επιτρέπεται; darf ich? επιτρέπεται; δεν επιτρέπεται το κάπνισμα Rauchen verboten δεν επιτρέπεται το κάπνισμα