επιτήρηση
[epiˈtirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Aufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιτήρηση επίβλεψηεπιτήρηση επίβλεψη
- Überwachungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιτήρηση παρακολούθησηεπιτήρηση παρακολούθηση