„επικείμενος“ επικείμενος [epiˈkjimenos], επικείμενη, επικείμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bevorstehend bevorstehend επικείμενος επικείμενος