επεξεργασμένος
[epekserɣazˈmenos], επεξεργασμένη, επεξεργασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verarbeitetεπεξεργασμένοςεπεξεργασμένος
- geschliffenεπεξεργασμένος πολύτιμη πέτραεπεξεργασμένος πολύτιμη πέτρα