„επεκτείνω“: μεταβατικό ρήμα επεκτείνω [epekˈtino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erweitern, ausdehnen, erweitern, ausbauen erweitern επεκτείνω γεν επεκτείνω γεν ausdehnen επεκτείνω σε ένα θέμα, ένα πεδίο επεκτείνω σε ένα θέμα, ένα πεδίο erweitern, ausbauen επεκτείνω κτήριο επεκτείνω κτήριο