επανεξετάζω
[epanekseˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nachprüfenεπανεξετάζωεπανεξετάζω
- überdenkenεπανεξετάζω ξανασκέφτομαιεπανεξετάζω ξανασκέφτομαι