επανεκλογή
[epanekloˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Neuwahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεπανεκλογή πολιτική | PolitikπολιτWiederwahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεπανεκλογή πολιτική | Politikπολιτεπανεκλογή πολιτική | Politikπολιτ